εὐχή

εὐχή
εὐχή, , ([etym.] εὔχομαι)
A prayer or vow, once in Hom. (cf. εὖχος, εὐχωλή)

, ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ Od.10.526

, cf. Hes.Th.419, Thgn.341, Hdt.1.31, etc.;

θεὸς εὔφρων εἴη . . εὐχαῖς Pi.O.4.15

;

εὐχὰς ἀνασχεῖν τινι S.El.636

; εὐχὴν ἐπιτελέσαι, Lat. vota persolvere, Hdt.1.86;

εὐχὰς ἀποδιδόναι X. Mem.2.2.10

;

εὐχὴν ἀνέστησεν SIG1142

(Phrygia, i/ii A.D.); εὐχῇ χρῆσθαι, Lat.votis potiri, Pl.Lg.688b; κατὰ χιλίων . . εὐχὴν ποιήσασθαι χιμάρων to make a vow of a thousand goats, Ar.Eq.661;

ἐν θεῶν εὐχαῖσι S.OT239

, etc.;

εὐχαὶ πρὸς θεούς Pl.Lg.700b

;

εὐχὰς εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς D.19.130

;

εὐχὰς εὔξεται ὑπὲρ τῆς πόλεως Inscr.Prien.174.18

(ii B.C.);

εὐχὰς ποιεῖσθαι Th.6.32

, Arist.Mu.400a17;

εὐχὴν ἀποθύειν Diph.43.10

; κατ' εὐχήν, ἐξ εὐχῆς, Lat.ex voto, Call.Epigr.48, AP6.357 (Theaet.); ἔχειν εὐχήν to be under a vow, Act.Ap.18.18.
2 wish or aspiration, opp. reality, εὐχαῖς ὅμοια λέγειν to build 'castles in the air', Pl. R.499c, cf. 540d; μὴ εὐ. δοκῇ εἶναι ὁ λόγοςib.450d; κατὰ τὴν τῶν παίδων εὐ. like a boy's wish, Id.Sph.249d; εὐχῆς ἄξια things to be wished, but not expected, Isoc.4.182; πολιτεία ἡ κατ' εὐχὴν γινομένη the ideal state, Arist.Pol.1295a29, cf. 1288b23; ζῆν κατ' εὐχήν ib. 1260b29.
3 prayer for evil, i.e. curse, imprecation,

πατρὸς κατ' εὐχάς A.Th.820

, cf.E.Ph.70.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευχή — ευχή, η και ευκή, η 1. παράκληση, προσευχή του παπά. 2. έκφραση ζωηρής επιθυμίας για κάτι καλό: Το Συμβούλιο της Ευρώπης διατύπωσε την ευχή να ειρηνέψουν τα εμπόλεμα κράτη. 3. επίκληση θείας προστασίας για κάτι: Βόηθα με ευχή της μάνας μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχῇ — εὐχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… …   Dictionary of Greek

  • εὔχῃ — εὔχομαι pray pres subj mp 2nd sg εὔχομαι pray pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… …   Dictionary of Greek

  • εὐχῆι — εὐχῇ , εὐχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχηι — εὔχῃ , εὔχομαι pray pres subj mp 2nd sg εὔχῃ , εὔχομαι pray pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαῖς — εὐχή prayer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαῖσι — εὐχή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαῖσιν — εὐχή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”